Definify.com
Definition 2024
μαξιλάρα
μαξιλάρα
Greek
Noun
μαξιλάρα • (maxilára) f (plural μαξιλάρες)
Declension
declension of μαξιλάρα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μαξιλάρα | μαξιλάρες |
genitive | μαξιλάρας | μαξιλάρων |
accusative | μαξιλάρα | μαξιλάρες |
vocative | μαξιλάρα | μαξιλάρες |
Related terms
- μαξιλάρι n (maxilári, “pillow”)
- μαξιλαράκι n (maxilaráki, “small cushion”)