Definify.com
Definition 2024
μαργαριτάρι
μαργαριτάρι
Greek
Noun
μαργαριτάρι • (margaritári) n (plural μαργαριτάρια)
Declension
declension of μαργαριτάρι
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μαργαριτάρι | μαργαριτάρια |
genitive | μαργαριταριού | μαργαριταριών |
accusative | μαργαριτάρι | μαργαριτάρια |
vocative | μαργαριτάρι | μαργαριτάρια |
See also
- φίλντισι n (fílntisi, “mother of pearl”)