Definify.com
Definition 2024
μαριονέτα
μαριονέτα
Greek
Noun
μαριονέτα • (marionéta) f (plural μαριονέτες)
Declension
declension of μαριονέτα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μαριονέτα | μαριονέτες |
genitive | μαριονέτας | μαριονετών |
accusative | μαριονέτα | μαριονέτες |
vocative | μαριονέτα | μαριονέτες |
Synonyms
- (puppet): κούκλα f (koúkla)