Definify.com

Definition 2024


μαρκάρομαι

μαρκάρομαι

Greek

Verb

μαρκάρομαι (markáromai) (simple past μαρκαρίστηκα, active form μαρκάρω, passive)

  1. be marked, be branded, be ticked (off)
    Το χαρτί μαρκαρίστηκε από τον δάσκαλο.To chartí markarístike apó ton dáskalo. ― The paper was marked by the teacher.

Conjugation