Definify.com
Definition 2024
μαρκαδόρος
μαρκαδόρος
Greek
Noun
μαρκαδόρος • (markadóros) m (plural μαρκαδόροι)
Declension
declension of μαρκαδόρος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μαρκαδόρος | μαρκαδόροι |
genitive | μαρκαδόρου | μαρκαδόρων |
accusative | μαρκαδόρο | μαρκαδόρους |
vocative | μαρκαδόρε | μαρκαδόροι |
See also
- υπογραμμιστής m (ypogrammistís, “highlighter pen”)