Definify.com
Definition 2024
μαρουλοσαλάτες
μαρουλοσαλάτες
Greek
Noun
μαρουλοσαλάτες • (maroulosalátes) f
- Nominative plural form of μαρουλοσαλάτα (maroulosaláta).
- Accusative plural form of μαρουλοσαλάτα (maroulosaláta).
- Vocative plural form of μαρουλοσαλάτα (maroulosaláta).