Definify.com
Definition 2024
μαρτύριο
μαρτύριο
Greek
Noun
μαρτύριο • (martýrio) n (plural μαρτύρια)
Declension
declension of μαρτύριο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μαρτύριο | μαρτύρια |
genitive | μαρτυρίου | μαρτυρίων |
accusative | μαρτύριο | μαρτύρια |
vocative | μαρτύριο | μαρτύρια |
Related terms
- see: μάρτυρας m (mártyras, “martyr”)