Definify.com
Definition 2024
ματαιοδοξία
ματαιοδοξία
Greek
Noun
ματαιοδοξία • (mataiodoxía) f (plural ματαιοδοξίες)
Declension
declension of ματαιοδοξία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ματαιοδοξία | ματαιοδοξίες |
genitive | ματαιοδοξίας | ματαιοδοξιών |
accusative | ματαιοδοξία | ματαιοδοξίες |
vocative | ματαιοδοξία | ματαιοδοξίες |
Related terms
- ματαιόδοξος (mataiódoxos, “vain, conceited”)