Definify.com
Definition 2024
ματοτσίνορο
ματοτσίνορο
Greek
Alternative forms
- ματοτσίνουρο n (matotsínouro) (rare)
Noun
ματοτσίνορο • (matotsínoro) n (plural ματοτσίνορα)
Declension
declension of ματοτσίνορο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ματοτσίνορο | ματοτσίνορα |
genitive | ματοτσίνορου | ματοτσίνορων |
accusative | ματοτσίνορο | ματοτσίνορα |
vocative | ματοτσίνορο | ματοτσίνορα |
Synonyms
- βλεφαρίδα f (vlefarída) (most common term)
- ματόκλαδο n (matóklado) (informal, usually used in th plural)
Related terms
- μάτι n (máti, “eye”)