Definify.com
Definition 2024
μαυσωλείο
μαυσωλείο
Greek
Noun
μαυσωλείο • (mafsoleío) n (plural μαυσωλεία)
- mausoleum (large tomb)
Declension
declension of μαυσωλείο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μαυσωλείο | μαυσωλεία |
genitive | μαυσωλείου | μαυσωλείων |
accusative | μαυσωλείο | μαυσωλεία |
vocative | μαυσωλείο | μαυσωλεία |