Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
μαχαιροπίρουνου
μαχαιροπίρουνου
Greek
Noun
μαχαιροπίρουνου
•
(
machairopírounou
)
n
Genitive
singular
form of
μαχαιροπίρουνο
(
machairopírouno
)
.
Similar Results