Definify.com

Definition 2024


μαϊμού

μαϊμού

Greek

Noun

μαϊμού (maïmoú) f

  1. monkey
  2. (figuratively) knockoff

Declension

Related terms

  • μαϊμουδάκι (maïmoudáki)
  • μαϊμουδίζω (maïmoudízo)
  • μαϊμουδίσιος (maïmoudísios)
  • μαϊμούδισμα (maïmoúdisma)
  • μαϊμουδισμός (maïmoudismós)
  • μαϊμουδίστικος (maïmoudístikos)
  • μαϊμουδίτσα (maïmoudítsa)