Definify.com
Definition 2024
μείγμα
μείγμα
Greek
Noun
μείγμα • (meígma) n (plural μείγματα)
- mixture, a combination of materials
Declension
declension of μείγμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μείγμα | μείγματα |
genitive | μείγματος | μειγμάτων |
accusative | μείγμα | μείγματα |
vocative | μείγμα | μείγματα |
Derived terms
- μείγμα πέντε μπαχαρικών n (meígma pénte bacharikón, “five-spice powder”)