Definify.com
Definition 2024
μεγάκυκλος
μεγάκυκλος
Greek
Noun
μεγάκυκλος • (megákyklos) m (plural μεγάκυκλοι)
Declension
declension of μεγάκυκλος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μεγάκυκλος | μεγάκυκλοι |
genitive | μεγακύκλου | μεγακύκλων |
accusative | μεγάκυκλο | μεγακύκλους |
vocative | μεγάκυκλε | μεγάκυκλοι |