Definify.com
Definition 2024
μεγάφωνο
μεγάφωνο
Greek
Noun
μεγάφωνο • (megáfono) n (plural μεγάφωνα)
Declension
declension of μεγάφωνο
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | μεγάφωνο | μεγάφωνα | |
genitive | μεγαφώνου | μεγαφώνων | |
accusative | μεγάφωνο | μεγάφωνα | |
vocative | μεγάφωνο | μεγάφωνα | |
μεγάφωνου is also found |