Definify.com
Definition 2024
μεθοδολογία
μεθοδολογία
Greek
Noun
μεθοδολογία • (methodología) f (plural μεθοδολογίες)
- (sciences) methodology
Declension
declension of μεθοδολογία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μεθοδολογία | μεθοδολογίες |
genitive | μεθοδολογίας | μεθοδολογιών |
accusative | μεθοδολογία | μεθοδολογίες |
vocative | μεθοδολογία | μεθοδολογίες |
Related terms
- μέθοδος m (méthodos, “method”)
External links
- μεθοδολογία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el