Definify.com
Definition 2024
μεθυλένιο
μεθυλένιο
Greek
Noun
μεθυλένιο • (methylénio) n (plural μεθυλένια)
- (organic chemistry) methylene
Declension
declension of μεθυλένιο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μεθυλένιο | μεθυλένια |
genitive | μεθυλενίου | μεθυλενίων |
accusative | μεθυλένιο | μεθυλένια |
vocative | μεθυλένιο | μεθυλένια |