Definify.com

Definition 2024


μειδάω

μειδάω

Ancient Greek

Verb

μειδάω (meidáō)

  1. (Epic verb) to smile

Usage notes

The regular formation only occurs in the aorist active third-person indicative and aorist active non-finite forms. All other forms come from μειδιάω (meidiáō).

Inflection

Derived terms

  • διαμειδιάω (diameidiáō)
  • ἐμμειδιάω (emmeidiáō)
  • ἐπιμειδάω (epimeidáō)
  • ἐπιμειδιάω (epimeidiáō)
  • καταμειδιάω (katameidiáō)
  • προσμειδιάω (prosmeidiáō)
  • ὑπομειδιάω (hupomeidiáō)

Related terms

  • ἀμειδίᾱτος (ameidíātos)
  • μείδημα (meídēma)
  • μειδίᾱμα (meidíāma)
  • μειδίᾱσμα (meidíāsma)
  • μειδιᾱσμός (meidiāsmós)
  • μειδιαστικός (meidiastikós)

References