Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
μελάνη
μελάνη
Greek
Noun
μελάνη
•
(
meláni
)
n
(
plural
μελάνες
)
Alternative form of
μελάνι
(
meláni
)
Declension
declension of
μελάνη
singular
plural
nominative
μελάνη
μελάνες
genitive
μελάνης
μελανών
accusative
μελάνη
μελάνες
vocative
μελάνη
μελάνες
Similar Results