Definify.com
Definition 2024
μελισσοκομεία
μελισσοκομεία
Greek
Noun
μελισσοκομεία • (melissokomeía) n
- Nominative plural form of μελισσοκομείο (melissokomeío).
- Accusative plural form of μελισσοκομείο (melissokomeío).
- Vocative plural form of μελισσοκομείο (melissokomeío).