Definify.com

Definition 2024


μελισσοκομεία

μελισσοκομεία

Greek

Noun

μελισσοκομεία (melissokomeía) n

  1. Nominative plural form of μελισσοκομείο (melissokomeío).
  2. Accusative plural form of μελισσοκομείο (melissokomeío).
  3. Vocative plural form of μελισσοκομείο (melissokomeío).