Definify.com
Definition 2024
μελλοντικές
μελλοντικές
Greek
Adjective
μελλοντικές • (mellontikés)
- Nominative feminine plural form of μελλοντικός (mellontikós).
- Accusative feminine plural form of μελλοντικός (mellontikós).
- Vocative feminine plural form of μελλοντικός (mellontikós).