Definition 2024
μεν
μεν
Greek
Conjunction
μεν • (men)
- used in expressions:
- "μεν … αλλά" — (yes … but; it's true … but)
- "οι μεν και οι δε" — (both of them)
- "ο μεν ένας … ο δε" — (one — the other)
- Ο μεν ένας είναι καλός, ο δε άλλος είναι κακός! ― O men énas eínai kalós, o de állos eínai kakós! ― One is good, the other is bad!