Definify.com

Definition 2024


μεν

μεν

See also: μέν

Greek

Conjunction

μεν (men)

  1. used in expressions:
    1. "μεναλλά" — (yes … but; it's true … but)
    2. "οι μεν και οι δε" — (both of them)
    3. "ο μεν ένας … ο δε" — (one — the other)
      Ο μεν ένας είναι καλός, ο δε άλλος είναι κακός!O men énas eínai kalós, o de állos eínai kakós! ― One is good, the other is bad!