Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
μενουέτο
μενουέτο
Greek
Alternative forms
μινουέτο
n
(
minouéto
)
Noun
μενουέτο
•
(
menouéto
)
n
(
plural
μενουέτα
)
(
music
,
dance
)
minuet
(dance and its musical accompaniment)
Declension
declension of
μενουέτο
singular
plural
nominative
μενουέτο
μενουέτα
genitive
μενουέτου
μενουέτων
accusative
μενουέτο
μενουέτα
vocative
μενουέτο
μενουέτα
Similar Results