Definify.com
Definition 2024
μεραρχία
μεραρχία
Greek
Noun
μεραρχία • (merarchía) f (plural μεραρχίες)
Declension
declension of μεραρχία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μεραρχία | μεραρχίες |
genitive | μεραρχίας | μεραρχιών |
accusative | μεραρχία | μεραρχίες |
vocative | μεραρχία | μεραρχίες |
External links
- μεραρχία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el