Definify.com

Definition 2024


μεσημεριανού

μεσημεριανού

Greek

Adjective

μεσημεριανού (mesimerianoú)

  1. Genitive masculine singular form of μεσημεριανός (mesimerianós).
  2. Genitive neuter singular form of μεσημεριανός (mesimerianós).