Definify.com
Definition 2024
μεσολαβήτρια
μεσολαβήτρια
Greek
Noun
μεσολαβήτρια • (mesolavítria) f (plural μεσολαβήτριες, masculine μεσολαβητής)
- mediator (negotiator between parties seeking agreement)
Declension
declension of μεσολαβήτρια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μεσολαβήτρια | μεσολαβήτριες |
genitive | μεσολαβήτριας | μεσολαβητριών |
accusative | μεσολαβήτρια | μεσολαβήτριες |
vocative | μεσολαβήτρια | μεσολαβήτριες |