Definify.com
Definition 2024
μεσοπολεμικοί
μεσοπολεμικοί
Greek
Adjective
μεσοπολεμικοί • (mesopolemikoí)
- Nominative masculine plural form of μεσοπολεμικός (mesopolemikós).
- Vocative masculine plural form of μεσοπολεμικός (mesopolemikós).
μεσοπολεμικοί • (mesopolemikoí)