Definify.com

Definition 2024


μεσοπολεμικοί

μεσοπολεμικοί

Greek

Adjective

μεσοπολεμικοί (mesopolemikoí)

  1. Nominative masculine plural form of μεσοπολεμικός (mesopolemikós).
  2. Vocative masculine plural form of μεσοπολεμικός (mesopolemikós).