Definify.com
Definition 2024
μεσώροφος
μεσώροφος
Greek
Noun
μεσώροφος • (mesórofos) m (plural μεσώροφοι)
- (architecture) mezzanine, entresol, an intermediate floor just above ground level.
Declension
declension of μεσώροφος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μεσώροφος | μεσώροφοι |
genitive | μεσωρόφου | μεσωρόφων |
accusative | μεσώροφο | μεσωρόφους |
vocative | μεσώροφε | μεσώροφοι |
Synonyms
- ημιόροφος m (imiórofos)