Definify.com
Definition 2024
μετάδοση
μετάδοση
Greek
Noun
μετάδοση • (metádosi) f
Declension
declension of μετάδοση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μετάδοση | μεταδόσεις |
genitive | μετάδοσης / μεταδόσεως | μεταδόσεων |
accusative | μετάδοση | μεταδόσεις |
vocative | μετάδοση | μεταδόσεις |