Definify.com
Definition 2024
μετάφραση
μετάφραση
Greek
Noun
μετάφραση • (metáfrasi) f (plural μεταφράσεις)
Declension
declension of μετάφραση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μετάφραση | μεταφράσεις |
genitive | μετάφρασης / μεταφράσεως | μεταφράσεων |
accusative | μετάφραση | μεταφράσεις |
vocative | μετάφραση | μεταφράσεις |
Related terms
- see: μεταφράζω (metafrázo, “to translate”)