Definify.com

Definition 2024


μετά_μεσημβρίαν

μετά μεσημβρίαν

Greek

Adverb

μετά μεσημβρίαν (metá mesimvrían)

  1. (time) post meridiem, after noon

Synonyms

Antonyms

  • προ μεσημβρίαν (pro mesimvrían, ante meridiem)

External links