Definify.com
Definition 2024
μεταβολισμός
μεταβολισμός
Greek
Noun
μεταβολισμός • (metavolismós) m (plural μεταβολισμοί)
Declension
declension of μεταβολισμός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μεταβολισμός | μεταβολισμοί |
genitive | μεταβολισμού | μεταβολισμών |
accusative | μεταβολισμό | μεταβολισμούς |
vocative | μεταβολισμέ | μεταβολισμοί |
External links
- μεταβολισμός on the Greek Wikipedia.Wikipedia el