Definify.com
Definition 2025
μεταγλωττίστρια
μεταγλωττίστρια
Greek
Noun
μεταγλωττίστρια • (metaglottístria) f (plural μεταγλωττίστριες, masculine μεταγλωττιστής)
- (film) dubber (person who dubs films)
Declension
declension of μεταγλωττίστρια
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | μεταγλωττίστρια | μεταγλωττίστριες |
| genitive | μεταγλωττίστριας | μεταγλωττιστριών |
| accusative | μεταγλωττίστρια | μεταγλωττίστριες |
| vocative | μεταγλωττίστρια | μεταγλωττίστριες |