Definify.com
Definition 2024
μεταγλώττιση
μεταγλώττιση
Greek
Noun
μεταγλώττιση • (metaglóttisi) f (plural μεταγλωττίσεις)
- (film) dubbing
- (software) compilation, compiling
Declension
declension of μεταγλώττιση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μεταγλώττιση | μεταγλωττίσεις |
genitive | μεταγλώττισης / μεταγλωττίσεως | μεταγλωττίσεων |
accusative | μεταγλώττιση | μεταγλωττίσεις |
vocative | μεταγλώττιση | μεταγλωττίσεις |
Related terms
- μεταγλωττιστής m (metaglottistís, “compiler”)
External links
- μεταγλώττιση on the Greek Wikipedia.Wikipedia el