Definify.com
Definition 2024
μεταλλουργείο
μεταλλουργείο
Greek
Noun
μεταλλουργείο • (metallourgeío) n (uncountable)
Declension
declension of μεταλλουργείο
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | μεταλλουργείο | μεταλλουργεία | |
genitive | μεταλλουργείου | μεταλλουργείων | |
accusative | μεταλλουργείο | μεταλλουργεία | |
vocative | μεταλλουργείο | μεταλλουργεία | |
The plural forms are rare and possibly ungrammatical |
Related terms
- μεταλλουργία f (metallourgía, “metallurgy”)
See also
- χυτήριο n (chytírio, “foundry”)