Definify.com

Definition 2024


μεταπλασμός

μεταπλασμός

Ancient Greek

Noun

μετᾰπλασμός (metaplasmós) m (genitive μετᾰπλασμοῦ); second declension

  1. metaplasm (the formation of inflected forms from a non-existent lemma)
    • 2nd century AD, Ἀπολλώνιος, Περὶ Ἐπιρρημάτων, 183.22:
      Ἔχει δὲ καὶ ὁ σχηματισμὸς τῇδε. ὅν τρόπον καὶ ἐπ' ὀνομάτων μεταπλασμοὶ γίνονται, καθάπερ τὸ ἐρυσάρματες, τὸ λῖτα, τὸ παρὰ Σαμφοῖ αὔα []

Declension

References