Definify.com
Definition 2024
μεταρρύθμιση
μεταρρύθμιση
Greek
Noun
μεταρρύθμιση • (metarrýthmisi) f (plural μεταρρυθμίσεις)
- reformation, reform
- (religion, capitalised) the Protestant Reformation
Declension
declension of μεταρρύθμιση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μεταρρύθμιση | μεταρρυθμίσεις |
genitive | μεταρρύθμισης / μεταρρυθμίσεως | μεταρρυθμίσεων |
accusative | μεταρρύθμιση | μεταρρυθμίσεις |
vocative | μεταρρύθμιση | μεταρρυθμίσεις |
Synonyms
- αναμόρφωση f (anamórfosi)
Related terms
- see: μεταρρυθμίζω (metarrythmízo, “to reform”)