Definify.com
Definition 2024
μετασχηματισμός
μετασχηματισμός
Greek
Noun
μετασχηματισμός • (metaschimatismós) m (plural μετασχηματισμοί)
Declension
declension of μετασχηματισμός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μετασχηματισμός | μετασχηματισμοί |
genitive | μετασχηματισμού | μετασχηματισμών |
accusative | μετασχηματισμό | μετασχηματισμούς |
vocative | μετασχηματισμέ | μετασχηματισμοί |