Definify.com
Definition 2024
μετατρόχιο
μετατρόχιο
Greek
Noun
μετατρόχιο • (metatróchio) n (plural μετατρόχια)
Declension
declension of μετατρόχιο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μετατρόχιο | μετατρόχια |
genitive | μετατροχίου | μετατροχίων |
accusative | μετατρόχιο | μετατρόχια |
vocative | μετατρόχιο | μετατρόχια |