Definify.com
Definition 2024
μεταχειρισμένη
μεταχειρισμένη
Greek
Adjective
μεταχειρισμένη • (metacheirisméni)
- Nominative feminine singular form of μεταχειρισμένος (metacheirisménos).
- Accusative feminine singular form of μεταχειρισμένος (metacheirisménos).
- Vocative feminine singular form of μεταχειρισμένος (metacheirisménos).