Definify.com
Definition 2024
μετενσάρκωση
μετενσάρκωση
Greek
Noun
μετενσάρκωση • (metensárkosi) f (plural μετενσαρκώσεις)
Declension
declension of μετενσάρκωση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μετενσάρκωση | μετενσαρκώσεις |
genitive | μετενσάρκωσης / μετενσαρκώσεως | μετενσαρκώσεων |
accusative | μετενσάρκωση | μετενσαρκώσεις |
vocative | μετενσάρκωση | μετενσαρκώσεις |
External links
- μετενσάρκωση on the Greek Wikipedia.Wikipedia el