Definify.com
Definition 2024
μηχανολόγος
μηχανολόγος
Greek
Noun
μηχανολόγος • (michanológos) m, f (plural μηχανολόγοι)
Declension
declension of μηχανολόγος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μηχανολόγος | μηχανολόγοι |
genitive | μηχανολόγου | μηχανολόγων |
accusative | μηχανολόγο | μηχανολόγους |
vocative | μηχανολόγε | μηχανολόγοι |
Related terms
- see: μηχανή f (michaní, “machine”)