Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
μιγαδικό
μιγαδικό
Greek
Adjective
μιγαδικό
•
(
migadikó
)
Accusative
masculine
singular
form of
μιγαδικός
(
migadikós
)
.
Nominative
neuter
singular
form of
μιγαδικός
(
migadikós
)
.
Accusative
neuter
singular
form of
μιγαδικός
(
migadikós
)
.
Vocative
neuter
singular
form of
μιγαδικός
(
migadikós
)
.
Similar Results