Definify.com
Definition 2024
μικρογραμμάριο
μικρογραμμάριο
Greek
Noun
μικρογραμμάριο • (mikrogrammário) n (plural μικρογραμμάρια)
Declension
declension of μικρογραμμάριο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μικρογραμμάριο | μικρογραμμάρια |
genitive | μικρογραμμαρίου | μικρογραμμαρίων |
accusative | μικρογραμμάριο | μικρογραμμάρια |
vocative | μικρογραμμάριο | μικρογραμμάρια |
See also
- μικρό γράμμα n (mikró grámma, “lowercase letter”)