Definify.com
Definition 2024
μικροκύμα
μικροκύμα
Greek
Noun
μικροκύμα • (mikrokýma) n (plural μικροκύματα)
Declension
declension of μικροκύμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μικροκύμα | μικροκύματα |
genitive | μικροκύματος | μικροκυμάτων |
accusative | μικροκύμα | μικροκύματα |
vocative | μικροκύμα | μικροκύματα |
Derived terms
- φούρνος μικροκυμάτων m (foúrnos mikrokymáton, “microwave oven”)
External links
- Μικροκύματα on the Greek Wikipedia.Wikipedia el