Definify.com
Definition 2024
μικροοργανισμός
μικροοργανισμός
Greek
Noun
μικροοργανισμός • (mikroorganismós) m (plural μικροοργανισμοί)
Declension
declension of μικροοργανισμός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μικροοργανισμός | μικροοργανισμοί |
genitive | μικροοργανισμού | μικροοργανισμών |
accusative | μικροοργανισμό | μικροοργανισμούς |
vocative | μικροοργανισμέ | μικροοργανισμοί |
Synonyms
- μικρόβιο n (mikróvio)
External links
- μικροοργανισμός on the Greek Wikipedia.Wikipedia el