Definify.com
Definition 2024
μικρόκλιμα
μικρόκλιμα
See also: μικροκλίμα
Greek
Alternative forms
- μικροκλίμα n (mikroklíma)
Noun
μικρόκλιμα • (mikróklima) n (plural μικροκλίματα)
Declension
declension of μικρόκλιμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μικρόκλιμα | μικροκλίματα |
genitive | μικροκλίματος | μικροκλιμάτων |
accusative | μικρόκλιμα | μικροκλίματα |
vocative | μικρόκλιμα | μικροκλίματα |
Antonyms
- μακρόκλιμα n (makróklima, “macroclimate”)