Definify.com
Definition 2024
μικρό_όνομα
μικρό όνομα
Greek
Noun
μικρό όνομα • (mikró ónoma) n (plural μικρά ονόματα)
Synonyms
- πρώτο όνομα n (próto ónoma)
Related terms
- see: όνομα n (ónoma, “name”)
μικρό όνομα • (mikró ónoma) n (plural μικρά ονόματα)