Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
μισάωρο
μισάωρο
Greek
Noun
μισάωρο
•
(
misáoro
)
n
(
plural
μισάωρα
)
(
time
)
half-hour
,
half
an
hour
Declension
declension of
μισάωρο
singular
plural
nominative
μισάωρο
μισάωρα
genitive
μισάωρου
μισάωρων
accusative
μισάωρο
μισάωρα
vocative
μισάωρο
μισάωρα
Synonyms
μισή
ώρα
f
(
misí óra
)
Similar Results