Definify.com
Definition 2024
μοιχεία
μοιχεία
Greek
Noun
μοιχεία • (moicheía) f (plural μοιχείες)
- (law) adultery
Declension
declension of μοιχεία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μοιχεία | μοιχείες |
genitive | μοιχείας | μοιχειών |
accusative | μοιχεία | μοιχείες |
vocative | μοιχεία | μοιχείες |